επταγράμματος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ἑπταγράμματος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από επτά στοιχεία του αλφαβήτου («ἑπταγράμματον ὄνομα», πάπ.)
2. εκείνος που δηλώνει σκληρότητα, οργή (επτά γράμματα στις λέξεις ὀργίλον, σκληρόν) ή τον Σάραπιν.