ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
ἐρίβωλος, -ον (Α)βλ. εριβώλαξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + βώλος «όγκος χώματος»].