ερίβωλος

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

ἐρίβωλος, -ον (Α)
βλ. εριβώλαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + βώλος «όγκος χώματος»].