ερίχρυσος
Greek Monolingual
ἐρίχρυσος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αφθονία χρυσού, ο πλούσιος («πτολίεθρον ἐριχρύσων βασιλήων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- + χρυσός.
ἐρίχρυσος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αφθονία χρυσού, ο πλούσιος («πτολίεθρον ἐριχρύσων βασιλήων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- + χρυσός.