ἐρίχρυσος
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ἐρίχρυσον, rich in gold, wealthy, βασιλῆες AP9.785.
German (Pape)
[Seite 1031] goldreich, βασιλεύς, Ep. ad. (IX, 785).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a de l'or en abondance.
Étymologie: ἐρι-, χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίχρῡσος: богатый золотом (βασιλεῖς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, πλούσιος, Ἀνθ. Π. 9. 785.
Greek Monolingual
ἐρίχρυσος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αφθονία χρυσού, ο πλούσιος («πτολίεθρον ἐριχρύσων βασιλήων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- + χρυσός.
Greek Monotonic
ἐρίχρῡσος: -ον, πλούσιος σε χρυσάφι, βαθύπλουτος, σε Ανθ.