ερημοσπίτης
From LSJ
Greek Monolingual
ο ερημόσπιτο
1. αυτός που το σπίτι του δυστυχεί, στερείται τα απαραίτητα, που έχει το σπίτι του στερημένο από τα αναγκαία εφόδια
2. αυτός που δεν πρόκοψε, ο απόκληρος της ζωής «απρόκοφτος κι ερημοσπίτης»)
3. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» — αυτός που επιδιώκει πολλά και δεν πετυχαίνει τίποτα
4. αυτός που δεν έχει σπίτι.