εριόφυλλα

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

τα
τα φυτά που έχουν φύλλα εριώδη, δηλ. φύλλα με πυκνό, μαλακό χνούδι, σαν βελούδινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + φύλλα].