ερμάρι

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

το (Μ ἑρμάριον)
βλ. αρμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμάρι, με ανομοίωση].