ερυθρόγραμμος

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

ἐρυθρόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -γραμμος < γραμμή.