εσπερίζω

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

ἑσπερίζω (Μ) εσπέρα
1. τρώγω το βραδινό μου φαγητό ή περνώ το βράδυ μου με κάποιον
2. κάνω τη βραδινή μου προσευχή.