εσπερίζω

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ἑσπερίζω (Μ) εσπέρα
1. τρώγω το βραδινό μου φαγητό ή περνώ το βράδυ μου με κάποιον
2. κάνω τη βραδινή μου προσευχή.