Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
ἐτανός, -ή, -όν (Μ)ετήσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έτ- του έτος + κατάλ. -ανός (πρβλ. στεγανός, τραγανός)].