ετανός

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

ἐτανός, -ή, -όν (Μ)
ετήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έτ- του έτος + κατάλ. -ανός (πρβλ. στεγανός, τραγανός)].