Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
εὐέστιος, -ον (Α) ευεστώαυτός που ακμάζει, που ευημερεί.