ευέστιος

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

Greek Monolingual

εὐέστιος, -ον (Α) ευεστώ
αυτός που ακμάζει, που ευημερεί.