ευγένειος
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
εὐγένειος, -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)
1. (για λιοντάρι) αυτός που έχει ωραία χαίτη («λέων... ἠϋγένειος», Ομ. Οδ.)
2. (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γένειον.