ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
εὐγήρως, πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)αυτός που περνάει καλά γεράματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γηρως (-ος) (< γήρας), πρβλ. αγήρως.