αγήρως

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

ἀγήρως, -ων (Α) γῆρας
αυτός που δεν γερνά, αγέραστος, άφθαρτος, αιώνιος, αθάνατος.