ευθυγραμμίζω
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
ευθύγραμμος
φέρω ή τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα σε ευθεία γραμμή («ευθυγραμμίζω τον δρόμο»).
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
ευθύγραμμος
φέρω ή τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα σε ευθεία γραμμή («ευθυγραμμίζω τον δρόμο»).