ευκληρώ

From LSJ

ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship

Source

Greek Monolingual

εὐκληρῶ, -έω (Α) εύκληρος
έχω καλό κλήρο, καλή μοίρα, είμαι τυχερός, ευτυχής.