ευκληρώ

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source

Greek Monolingual

εὐκληρῶ, -έω (Α) εύκληρος
έχω καλό κλήρο, καλή μοίρα, είμαι τυχερός, ευτυχής.