ευμετάβολος

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμετάβολος, -ον)
1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῦτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν)
η ευμεταβλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βολή (< μεταβάλλω)].