ευφλεβής

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

εὐφλεβής, -ές (Α)
εύτονος, εύρωστος, ισχυρός («εὐφλεβὲς κέρας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φλεβής (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. αφλεβής, λυσιφλεβής].