εφταπάρθενος

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν → harbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. πολύ αγνός, πολύ σεμνός («εφταπάρθενο κορίτσι»)
2. φρ. «εφταπάρθενος χορός» — λαϊκή ονομασία τών αστερισμών τών Πλειάδων (κν. Πούλια) ή της Μεγάλης Άρκτου, που οι λαμπρότεροι αστέρες τους είναι επτά.