εχιδνόκομος
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
ἐχιδνόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κομος (< κόμη «μαλλιά»)].
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἐχιδνόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κομος (< κόμη «μαλλιά»)].