εόρτιος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἑόρτιος, -ον (AM) εορτή
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε εορτή
2. σεμνός, μεγαλοπρεπής.