εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, -ον (Α)αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»].