εύθηλος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
εὔθηλος, -ον (Α)
1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)
2. (ως επίθ. του μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή.