Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
εὔθυρσος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευθύ θύρσο («νάρθηκά τε... εὔθυρσον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + θύρσος «ραβδί τυλιγμένο με κισσό και κληματόφυλλα»].