εύστρεπτος
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)
ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)
αρχ.
(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].