εὔστρεπτος
English (LSJ)
Ep. ἐΰστρεπτος, ον,
A well-twisted, of leather ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426.
II well-plied, nimble, πόδες AP9.533; πρόσωπον turning hither and thither, Nonn. D. 3.180.
German (Pape)
[Seite 1100] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰστρεπτος;
ος, ον :
bien tordu, bien tourné.
Étymologie: εὖ, στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
εὔστρεπτος: эп. ἐΰστρεπτος 2
1 хорошо скрученный, крепко свитый (βοεύς Hom.);
2 гибкий, резвый (πόδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔστρεπτος: Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, (στρέφω) καλῶς συνεστραμμένος, ἐπὶ σχοινίων ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. εὐκίνητος, ἐλαφρός, εὔστροφος, πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.
Greek Monolingual
εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)
ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)
αρχ.
(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].
Greek Monotonic
εὔστρεπτος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),·
I. καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.
II. ελαφρός, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, πόδες, σε Ανθ.
Middle Liddell
στρέφω
I. well-twisted, of ropes, Od.
II. well-plied, nimble, πόδες Anth.