εἰρήσεται

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

French (Bailly abrégé)

f. épq. de ἔρομαι;
f. antér., au sens du fut., de εἴρω².

Russian (Dvoretsky)

εἰρήσεται: 3 л. sing. fut. 3 в знач. fut. 1 к εἴρω II.