εὐαγγελίστρια
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1054] ἡ, fem. zum Vorigen, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαγγελίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., ἡ κηρύττουσα τὸ εὐαγγέλιον. Βασίλ. Σελ. 517Β, Νικήτ. Παφλ. 181Α.
[Seite 1054] ἡ, fem. zum Vorigen, Chrysost.
εὐαγγελίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., ἡ κηρύττουσα τὸ εὐαγγέλιον. Βασίλ. Σελ. 517Β, Νικήτ. Παφλ. 181Α.