εὐδιαλλάκτως
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à se laisser fléchir, avec indulgence.
Étymologie: εὐδιάλλακτος.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιαλλάκτως: примирительно: εὐ. ἔχειν Plut. быть миролюбиво настроенным.