Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
(=εὐτυχῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό εὐήμερος (εὖ + ἡμέρα).Παράγωγα: εὐημερία, εὐημέρημα.