εὐημερῶ

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Mantoulidis Etymological

(=εὐτυχῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό εὐήμερος (εὖ + ἡμέρα).
Παράγωγα: εὐημερία, εὐημέρημα.