εὐσταλῶς
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
French (Bailly abrégé)
adv.
avec agilité, lestement.
Étymologie: εὐσταλής.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰλῶς: благовоспитанно, прилично (ἀναβεβλημένος Luc.).