ζατρίκιο

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

και ζατρίκι (ΑΜ ζατρίκιον)
είδος παιχνιδιού, το σκάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats].