ζεύλα

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η
1. βλ. ζεύγλα
2. τμήμα του αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγλα].