ζεύξιμος

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source

Greek Monolingual

-η, -ο ζευγνύω
1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο
το ζέψιμο, η ζεύξη.