ζυθεστιατόριο
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
Greek Monolingual
το
εστιατόριο στο οποίο σερβίρεται και ζύθος, μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + εστιατόριο].