εστιατόριο

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἑστιατόριον, Α και ἑστιατόρειον και ιων. ἱστιητόριον και ροδ. ἱστιατόριον)
νεοελλ.
1. αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία
2. ξενοδοχείο φαγητού, ρεστωράν, μαγειρείο, ταβέρνα
αρχ.
ο τόπος όπου γίνονται οι εστιάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το εστιάτωρ, παράγωγο του μετονοματικού ρ. εστιάω (< εστία)].