ζωάνθρωπος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που πάσχει από ζωανθρωπία
2. μτφ. κτηνάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου].