ζωάνθρωπος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που πάσχει από ζωανθρωπία
2. μτφ. κτηνάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου].