ζωάνθρωπος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που πάσχει από ζωανθρωπία
2. μτφ. κτηνάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου].