ζωανθρωπία
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
Greek Monolingual
η ιατρ.
ψυχοπάθεια κατά την οποία ο πάσχων κατέχεται από την έμμονη ιδέα ότι έχει μεταμορφωθεί σε ζώο και φέρεται σαν ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoanthropy < zo- (πρβλ. ζω(ο)- (ΙΙ)) + -anthropy (πρβλ. άνθρωπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].