ζύτος

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek Monolingual

ζύτος, ὁ και ζῡτος, -εος, τὸ (Α)
πάπ. ο ζύθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη αρχ. προφορά του ζύθος].