Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
ζύτος, ὁ και ζῡτος, -εος, τὸ (Α)πάπ. ο ζύθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη αρχ. προφορά του ζύθος].