ζύτος

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

ζύτος, ὁ και ζῡτος, -εος, τὸ (Α)
πάπ. ο ζύθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη αρχ. προφορά του ζύθος].