ζύτος

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ζύτος, ὁ και ζῡτος, -εος, τὸ (Α)
πάπ. ο ζύθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη αρχ. προφορά του ζύθος].