ηλιοστάσιο

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

και ηλιοστάσι το
καθένα από τα δύο σημεία της εκλειπτικής, όπου ο Ήλιος φθάνει στη μέγιστη και στην ελάχιστη απόκλιση του από τον ισημερινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -στάσιο < ασθενές θ. στᾰ του ίστημι (πρβλ. έ-στᾰ-μεν, στᾰ-τός) + κατάλ. -σιο (πρβλ. εικονο-στά-σιο, εργο-στά-σιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο].