ηλιοστάσιο

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

και ηλιοστάσι το
καθένα από τα δύο σημεία της εκλειπτικής, όπου ο Ήλιος φθάνει στη μέγιστη και στην ελάχιστη απόκλιση του από τον ισημερινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -στάσιο < ασθενές θ. στᾰ του ίστημι (πρβλ. έ-στᾰ-μεν, στᾰ-τός) + κατάλ. -σιο (πρβλ. εικονο-στά-σιο, εργο-στά-σιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο].