ηλιοστάσιο

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

και ηλιοστάσι το
καθένα από τα δύο σημεία της εκλειπτικής, όπου ο Ήλιος φθάνει στη μέγιστη και στην ελάχιστη απόκλιση του από τον ισημερινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -στάσιο < ασθενές θ. στᾰ του ίστημι (πρβλ. έ-στᾰ-μεν, στᾰ-τός) + κατάλ. -σιο (πρβλ. εικονο-στά-σιο, εργο-στά-σιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο].