ηλιόκαλος

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

και λιόκαλος, -η, -ο (Μ ἡλιόκαλος, -ον)
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + καλός.