ημικραίπαλος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

ἡμικραίπαλος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται σχεδόν σε κραιπάλη, ο μισομεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραιπάλη.