ἡμικραίπαλος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

German (Pape)

[Seite 1168] halb berauscht, Sp.

Greek Monolingual

ἡμικραίπαλος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται σχεδόν σε κραιπάλη, ο μισομεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραιπάλη.