ημικυτταρίνη
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
η
(βιοχ.) στον πληθ. οι ημικυτταρίνες
πολυοζίτες αδιάλυτοι ή ελάχιστα διαλυτοί στο νερό οι οποίοι με υδρόλυση με οξέα ή ένζυμα παρέχουν απλά σάκχαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. hemi-celluloses < hemi- (πρβλ. Ημι-) + celluloses «κυτταρίνες»].