ημικυτταρίνη

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) στον πληθ. οι ημικυτταρίνες
πολυοζίτες αδιάλυτοι ή ελάχιστα διαλυτοί στο νερό οι οποίοι με υδρόλυση με οξέα ή ένζυμα παρέχουν απλά σάκχαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. hemi-celluloses < hemi- (πρβλ. Ημι-) + celluloses «κυτταρίνες»].